πλεχτό

πλεχτό
το джемпер, свитер, пуловер;

τα πλεχτά — трикотаж, вязаные изделия


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πλεχτό" в других словарях:

  • πλεχτό — το 1. ρούχο, φόρεμα που κατασκευάστηκε με πλέξιμο. 2. εργόχειρο πλεξίματος: Το πλεχτό σου γίνεται ωραίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • εργόχειρο — το (AM ἐργόχειρον) 1. υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο χέρι, όχι με μηχανή, χειροτέχνημα 2. χειρωνακτική εργασία μοναχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρός (< χειρ «χέρι») πρβλ. ιδιό χειρος, πρό χειρος κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών …   Dictionary of Greek

  • πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • περιχείριον — τὸ, Α [περίχειρον] κυκλικό πλεχτό βραχιόλι με το οποίο γινόταν η περιποίηση τού τριχώματος τού αλόγου …   Dictionary of Greek

  • σκούφος — ο, Ν 1. εφαρμοστό κάλυμμα τού κεφαλιού, συνήθως πλεχτό ή από μάλλινο ύφασμα, χωρίς γείσο, αλλ. κούκος 2. φρ. «πετάω τον σκούφο μου για κάτι» επιδοκιμάζω κάτι και συμμετέχω σε αυτό με ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκούφια* κατά τα αρσ …   Dictionary of Greek

  • τάρπη — ἡ, ΜΑ μεγάλο πλεχτό κοφίνι από κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης προέλευσης, με ευρεία ωστόσο διάδοση, από όπου και οι ποικίλες μορφές που παρουσιάζει: ταρπός και τερπός (ὁ), ταρπόνη, ταρπάνη και τερπόνη (πρβλ. αγχ όνη) και επίσης σάρπους… …   Dictionary of Greek

  • δαντέλα — η (λ. γαλλ.), πλεχτό με επαναλαμβανόμενα διακοσμητικά σχέδια, από λεπτή κλωστή βαμβακερή ή μετάξινη που χρησιμοποιείται ως στόλισμα ρούχων, κουρτινών κτλ.: Οι χειροποίητες δαντέλες είναι δυσεύρετες και πανάκριβες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εργόχειρο — εργόχειρο, το και εργόχερο, το έργο των χεριών, χειροτέχνημα, κέντημα ή πλεχτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»